- φακεινοπώλιον
- φᾰκεινοπώλιον (i.e. [pref] φακῐνο-), τό,A shop where lentil soup is sold, BGU9i8 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φακεινοπώλιον — τὸ, Α βλ. φακινοπώλιον … Dictionary of Greek
φακινοπώλιον — και φακεινοπώλιον, τὸ, Α κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ξυλο πώλιον] … Dictionary of Greek